Русско-новогреческий словарь - случай
Перевод с русского языка случай на греческий
м
1. (событие, происшествие) τό συμβάν, τό περιστατικό{ν}, τό γεγονός, ἡ περίπτωση:
несчастный ~ τό δυστύχημα, τό ἀτύχημα· забавный ~ τό διασκεδαστικό συμβάν, τό ἀστείο περιστατικό· редкий ~ τό σπάνιο γεγονός, ἡ σπάνια περίπτωση· частный ~ τό συχνό φαινόμενο·
2. (возможность) ἡ εὐκαιρία, ἡ περίσταση {-ις}:
пользоваться ~ем χρησιμοποιώ τήν εὐκαιρία, δράττομαι τής εὐκαιρίας· если представится удобный ~ ἄν παρουσιαστεί εὐκαιρία, εὐκαιρίας δοθείσης·
3. (обстоятельства) ἡ περίπτωση:
в некоторых ~ях σέ μερικές περιπτώσεις· во всех ~ях σέ ὅλες τίς περιπτώσεις, σέ ὁποιαδήποτε περίπτωση· в подобном ~е σέ τέτοια περίπτωση, ἐν τοιαύτη περιπτώσει· в противном ~е στήν ἀντίθετη περίπτωση, ἐν ἐναντία περιπτώσει· во всяком ~е πάντως, ἐν πάση περιπτώσει· в таком ~е ἄμα εἶναι ἔτσι, ἐν τοιαύτη περιπτώσει· ни в коем ~е σέ καμμιά περίπτωση, ἐπ' ούδενί λογω· в ~е если.., на ~ если... σέ περίπτωση πού..., ἐν περιπτώσει· в ~е крайней необходимости σέ περίπτωση ἐσχατης ἀνάγκης, ἐν περιπτώσει ἀπολύτου ἀνάγκης· в крайнем ~е στό κάτω κάτω τής γραφής· в лучшем (худшем) ~е στήν καλλίτερη (χειρότερη) περίπτωση· по ~ю чего-л. μέ τήν (или ἐπί τή) εὐκαιρία· по ~ю годовщины μέ τήν εὐκαι-ρία τής ἐπετείου· купить по ~ю ἀγοράζω σέ τιμή εὐκαιρίας· по счастливому ~ю ἀπό εὐτυχή σύμπτωση· от ~я к ~ю πότε-πότε, στή χάση καί στή φέξη, ἀπό καιροῦ είς καιρόν на всякий ~ γιά κάθε (или διά πᾶν) ἐνδεχόμενο.